στατικός

στατικός
-ή, -ό / στατικός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή
2. το θηλ. ως ουσ. η στατική
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια πλουμβαγινίδες και περιλαμβάνει περισσότερα από 120 είδη πολυετών ποωδών φυτών, που απαντούν σε παραθαλάσσιες εκτάσεις τών εύκρατων περιοχών
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ακινησία
2. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισορροπία δυνάμεων, σε αντιδιαστολή προς τον κινητικό
3. (κοινων.-φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κοινωνικά φαινόμενα θεωρούμενα σε στάση, σε ακινησία, σε αντιδιαστολή προς τον δυναμικό («στατική μελέτη τών ηθικών αξιών»)
4. το θηλ. ως ουσ. φυσ. κλάδος τής μηχανικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών δυνάμεων που ασκούνται σε σώματα που βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας υπό συνθήκες ισορροπίας και είναι σημαντικός για τον σχεδιασμό κτηρίων, γεφυρών, φραγμάτων, γερανών και άλλων συναφών μηχανικών διατάξεων
5. φρ. α) «στατικό φαινόμενο»
φυσ. χαρακτηρισμός φυσικού φαινομένου το οποίο δεν παρουσιάζει χρονικά καμία εξέλιξη
β) «στατική αίσθηση» ή «στατικό αίσθημα»
ιατρ. η αίσθηση τού χώρου
γ) «στατική γραφή»
(μηχανολ.) η γραφοστατική
δ) «στατική οικονομία» — η οικονομία στην οποία τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα
ε) «στατική οικονομική ανάλυση» — η ανάλυση βάσει τής οποίας προσδιορίζονται τα διάφορα οικονομικά μεγέθη χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν ο παράγοντας χρόνος
στ) «στατική τών ρευστών»
(μηχανολ.) κλάδος τής μηχανικής τών ρευστών που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας τών ρευστών
ζ) «χημική στατική»
χημ. η μελέτη τών συνθηκών ισορροπίας τών χημικών αντιδράσεων
η) «στατικός ηλεκτρισμός»
φυσ. i) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ιδιοτήτων τών ηλεκτρικών φορτίων, όταν αυτά βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας, αλλ. ηλεκτροστατική
ii) όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών ακίνητων ηλεκτρικών φορτίων που αναπτύσσονται σε ένα σώμα
θ) «στατική ατμόσφαιρας» — η εξέταξη τών συνθηκών ισορροπίας τής ατμόσφαιρας από άποψη μηχανική και θερμοδυναμική
ι) «εφαρμοσμένη στατική» — κλάδος τής εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει την ισορροπία τών φυσικών σωμάτων
ια) «στατική συγκριτική» — μέθοδος οικονομικής ανάλυσης, σύμφωνα με την οποία η πορεία τών οικονομικών φαινομένων που βρίσκονται σε εξέλιξη περιγράφεται με αλληλοδιάδοχα στατικά πρότυπα
ιβ) «στατικό κόστος» — το κόστος που υπολογίζεται σε ορισμένη χρονική στιγμή
ιγ) «στατικός ισολογισμός» — ο ισολογισμός που αποτελεί το όργανο καθορισμού τής περιουσιακής θέσης τής επιχείρησης, παρουσιάζοντας σε κάθε κλείσιμο τη μεταβολή τών περιουσιακών στοιχείων τής οικονομικής μονάδας
αρχ.
1. (για ουσίες) στυπτικός («κακοχυλότερα δὲ εἶναι τὰ ὀξέα και στατικώτερα», Αθήν.)
2. έμπειρος στο ζύγισμα
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ στατική
η τέχνη τής ζύγισης
4. φρ. α) «ἀρχὴ στατική» — η θεωρητική άποψη, η βάση για την έννοια τής στάσης
β) «στατική ποίησις» — ποίηση στασίμων τραγωδίας.
επίρρ...
στατικώς / στατικῶς ΝΑ, και στατικά Ν
με στατικό τρόπο
αρχ.
με πείρα ως προς τη ζύγιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στατός. Η λ. με τις νεοελλ. σημ. της είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. statique)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στατικός — causing to stand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σταμάτημα ή βρίσκεται σε ακινησία: Πήρε στατικά φάρμακα. – Στατικός ηλεκτρισμός. 2. αυτός που αναφέρεται στην ισορροπία των δυνάμεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στατικά — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc pl στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc/acc dual στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῶν — στατικός causing to stand fem gen pl στατικός causing to stand masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικόν — στατικός causing to stand masc acc sg στατικός causing to stand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοῖς — στατικός causing to stand masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοί — στατικός causing to stand masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοῦ — στατικός causing to stand masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῆς — στατικός causing to stand fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῇ — στατικός causing to stand fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”